- πανωνία
- ἡ, Απώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ-ωνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανωνίᾳ — πανωνίᾱͅ , πανωνία general sale of wares fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωνίαν — πανωνίᾱν , πανωνία general sale of wares fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώνιος — ον, Α [πανωνία] αυτός που έχει όλων τών ειδών τα εμπορεύσιμα προϊόντα. επίρρ... πανωνίως Α με όλα τα εμπορεύσιμα προϊόντα … Dictionary of Greek